προμισθώνω

προμισθώνω
προμισθῶ, -όω, ΝΑ
1. μισθώνω, ενοικιάζω κάτι εκ τών προτέρων
(«ἀφεῑναι ἐχρῆν τὸ προμεμισθωμένον οἴκημα», Πλούτ.)
2. προκαταβάλλω το ενοίκιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προμίσθωσις — ώσεως, ἡ, Α [προμισθώνω] η εκ τών προτέρων μίσθωση …   Dictionary of Greek

  • προμισθωτής — ὁ, Α [προμισθώνω] ο προηγούμενος ενοικιαστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”